- γιορτολόγι
- το1. το σύνολο τών εορταστών που πανηγυρίζουν ή προέρχονται από μία πόλη ή ένα χωριό2. πληθ. τα γιορτολόγιαπερίοδος αλλεπάλληλων εκκλησιαστικών εορτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εορτολόγιον*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.